προσωπίδα

προσωπίδα
η / προσωπίς, -ίδος, ΝΑ
το προσωπείο
νεοελλ.
1. ομοίωμα τής μορφής ανθρώπου ή ζώου από χαρτόνι, ύφασμα ή άλλη ύλη
2. τεχνολ. προστατευτικό κάλυμμα τού προσώπου ή και όλης τής κεφαλής, το οποίο χρησιμοποιούν οι τεχνίτες διαφόρων επαγγελμάτων, όπως λ.χ. οι οξυγονοκολλητές, αλλ. μάσκα
3. (αθλ.) α) συσκευή που χρησιμοποιούν όσοι ασχολούνται με καταδύσεις και η οποία απομονώνει τη μύτη και τα μάτια ή και το στόμα από το νερό, αλλ. μάσκα
β) τύπος κράνους από δικτυωτό πλέγμα το οποίο καλύπτει και προστατεύει το πρόσωπο τών αθλητών ξιφασκίας ή τών παικτών τένις επί πάγου ή άλλων επικίνδυνων αθλημάτων
4. ιατρ. συσκευή που εφαρμόζεται στο πρόσωπο ασθενούς και κάνει δυνατή την εισπνοή οξυγόνου ή αναισθητικών αερίων
5. στρ. συσκευή εφοδιασμένη με διηθητική διάταξη που εφαρμόζεται το πρόσωπο και η οποία συγκρατεί τα επιβλαβή για τον οργανισμό αέρια, αλλ. μάσκα
αρχ.
το ποώδες φυτό άρκειον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπον + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. πορφυρ-ίς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προσωπίδα — η 1. προσωπείο, μάσκα, μουτσούνα: Δεν τους κατάλαβα, γιατί φορούσαν προσωπίδες. 2. προστατευτικό κάλυμμα της κεφαλής και του προσώπου: Οι μελισσοτρόφοι φορούν προσωπίδα, όταν πλησιάζουν τις κυψέλες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσωπίδα — προσωπίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιασφυξιογόνα προσωπίδα — Ατομική συσκευή που προστατεύει τις αναπνευστικές οδούς, το δέρμα του προσώπου και τα μάτια από την επιβλαβή δράση τοξικών ουσιών που περιέχονται στην ατμόσφαιρα. Η παρουσία των ουσιών αυτών μπορεί να οφείλεται σε βιομηχανικές επεξεργασίες, σε… …   Dictionary of Greek

  • αναπνευστήρας — Συσκευή που επιτρέπει στον άνθρωπο να αναπνέει, παρότι απομονώνει το αναπνευστικό σύστημα από το εξωτερικό περιβάλλον και παρέχει τον απαιτούμενο αέρα από άλλη οδό. Υπάρχουν δύο τύποι α.: ο α. ανοιχτού κυκλώματος, στον οποίο ο εκπνεόμενος αέρας… …   Dictionary of Greek

  • μάσκα — Βλ. λ. προσωπείο. * * * η 1. χάρτινο, πάνινο ή πλαστικό ομοίωμα τής μορφής ανθρώπου ή ζώου, το οποίο χρησιμοποιείται στις μεταμφιέσεις, η προσωπίδα 2. κάλυμμα ενός σημείου τού προσώπου ενός μεταμφιεσμένου, ιδίως κάλυμμα τών ματιών 3. η έκφραση… …   Dictionary of Greek

  • πανοπλία — Το σύνολο των κομματιών καθένα με διαφορετικό σχήμα, ανάλογα με το μέρος του σώματος για το οποίο προοριζόταν που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν για να προστατεύουν τον άνθρωπο ή το άλογο από τα χτυπήματα των όπλων του εχθρού. Η π. ή «αρματωσιά»… …   Dictionary of Greek

  • Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο …   Dictionary of Greek

  • μαμούκι — το (Μ μαμούκι) το γυναικείο κάλυμμα τού προσώπου, τής κεφαλής 2. προσωπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mamuk «προσωπίδα»] …   Dictionary of Greek

  • προσωπιδοφόρος — ον, Ν αυτός που φορά προσωπίδα, ο μασκοφόρος, ιδίως ο μεταμφιεσμένος τής αποκριάς, ο μασκαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσωπίδα + φόρος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • Μπουτάν — Κράτος της νότιας Κεντρικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Θιβέτ και Α, Ν και ΝΔ με την Ινδία.Το Μ., σχεδόν απρόσιτο ανάμεσα στην οροσειρά των Iμαλαΐων και αγκιστρωμένο στις παραδόσεις του, παραμένει στο περιθώριο των διεθνών πολιτικών εξελίξεων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”